Όταν χειρουργείται μία περιοχή του σώματος, οι ιστοί που κόβονται
αιμορραγούν, καθώς κόβονται τα αγγεία που τους αιματώνουν. Την αιμορραγία
σταματά ο χειρουργός είτε με το να “κάψει¨ τις άκρες των αγγείων που έκοψε ( με
το ειδικό όργανο που ονομάζεται διαθερμία) ή με το να περάσει ράμματα και να
δέσει τα κομμένα άκρα τους ( απολινώσεις). Στη χειρουργική του μαστού εκτός από
τα αιμοφόρα αγγεία, κόβονται με το ψαλίδι ή το νυστέρι πολυάριθμα μικρά λεμφαγγεία , ιδιαίτερα στην περιοχή της μασχάλης, εκεί που βρίσκονται και οι ομώνυμοι λεμφαδένες. Αυτά τα λεμφαγγεία είναι αόρατα με γυμνό οφθαλμό και η λεμφόρροια (
η “αιμορραγία” από τα λεμφαγγεία) δεν διακρίνεται γιατί η λέμφος που τρέχει από
κάθε λεμφαγγείο είναι μικρής ποσότητας και το χρώμα της είναι διαφανές .
Με το τέλος της επέμβασης ο χειρουργός τοποθετεί ένα σωληνάκι στο τραύμα,
μία παροχέτευση. Αυτή μπορεί να είναι ένα πλαστικό σωληνάκι με αυλό που
συνδέεται με μία πλαστική φιάλη που έχει αρνητική πίεση και έτσι έχει τη
δυνατότητα να “ρουφά” εντός της τα υγρά που στάζουν και συσσωρεύονται μέσα στο
τραύμα. Ένα άλλο είδος παροχέτευσης είναι το λεγόμενο “κεραμιδάκι” ή το penrose, που είναι
ένα κομμάτι στενόμακρου κυματιστού ή μη πλαστικού- ελαστικού που το ένα του άκρο
τοποθετείται στο τραύμα και το άλλο μένει ελεύθερο 1-2 εκ έξω από το δέρμα και
καλύπτεται από γάζες. Τα υγρά από το τραύμα γλιστρούν πάνω στο πλαστικό και
βγαίνουν προς τα έξω μουσκεύοντας ( ματώνοντας) τις γάζες.
Οι παροχετεύσεις έχουν σκοπό να μην αφήσουν να μαζευτεί αίμα ή λέμφος μέσα
στην κοιλότητα που δημιουργεί η επέμβαση στο μαστό ή στην μασχάλη. Επίσης, με
την παροχέτευση μπορεί να ελεγχθεί αν ένα τραύμα αιμορραγεί πολύ ή όχι. Αν δεν
τοποθετηθεί παροχέτευση ( και αυτό μπορεί να συμβεί σε μικρές επεμβάσεις, όταν
δεν παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια τους ιδιαίτερη αιμορραγία) τότε σε μια
μεγαλύτερη αιμορραγία στο τραύμα μπορεί να δημιουργηθεί πρήξιμο του στήθους,
πόνος στην ασθενή και ευνοϊκές συνθήκες για μόλυνση από μικρόβια.
Η ποσότητα του αίματος που μαζεύεται στις παροχετεύσεις μετά το χειρουργείο
οφείλεται κατά κανόνα στην αιμορραγία μικρών τριχοειδικών αγγείων, που είναι
αόρατα όπως τα λεμφαγγεία, και έτσι κατά τη διάρκεια του χειρουργείου δεν
μπορούν να καυτηριαστούν ή να απολινωθούν όπως γίνεται με τα μεγαλύτερα αγγεία
. Αυτή η σιγανή αιμορραγία και η λεμφόρροια είναι άλλοτε περισσότερες και
άλλοτε λιγότερες.
Με το άδειασμα της κοιλότητας της επέμβασης με τις παροχετεύσεις είναι
ευκολότερο να “κολλήσει” το δέρμα που είχε αποκολληθεί κατά την επέμβαση με
τους ιστούς που είναι στο βάθος και έτσι να “βουλώσουν” τα αγγεία και να μην
αιμορραγούν. Αν, όμως, μαζευτεί κάποια ποσότητα αίματος μέσα στην κοιλότητα του
τραύματος κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει και αυτό διευκολύνει το περαιτέρω
“στάξιμο” των μικρών τριχοειδών.
Συχνά για να μειώσει την πιθανότητα να υπάρξει αιμορραγία στο τραύμα, ο
χειρουργός μετά το πέρας της επέμβασης τοποθετεί ένα πιεστικό επίδεσμο, δηλ.
τοποθετεί γάζες ή κομπρέσες στο τραύμα, τις οποίες πιέζει με δύναμη,
είτε με πιεστικό λευκοπλάστη είτε με περίδεση του άνω τμήματος του θώρακα με
ελαστικό επίδεσμο. Ορισμένοι χειρουργοί αποφεύγουν να κάνουν κάτι τέτοιο, γιατί
έτσι μπορεί να εμποδιστεί η λειτουργία της παροχέτευσης ή σε μεγάλη πίεση να
έχει δυσκολίες η ασθενής με την αναπνοή της.
Συνήθως τα τραύματα στον μαστό δεν αιμορραγούν μετά το χειρουργείο, η δε
ποσότητα που μαζεύεται στη φιάλη της παροχέτευσης μειώνεται γρήγορα, γι΄ αυτό
και σχετικά γρήγορα αφαιρείται.
Οι φιάλες που χρησιμοποιούνται έχουν διαγραμμίσεις και αριθμούς έτσι ώστε
να να μπορεί είτε η νοσηλεύτρια, είτε η ίδια η ασθενής να μετρήσει πόση
ποσότητα συγκεντρώθηκε μέσα σ’ αυτή σ’ ένα 24ωρο. Όταν η ποσότητα των
υγρών στη φιάλη είναι μικρότερη των 50ml, τότε η παροχέτευση μπορεί να
αφαιρεθεί.
Η παροχέτευση της μασχάλης παραμένει συνήθως λίγο περισσότερο απ’ ό,τι
εκείνη του μαστού. Αρχικά στην παροχέτευση της μασχάλης μαζεύεται
αιμορραγικό υγρό και στη συνέχεια το κίτρινο-διαφανές υγρό της λέμφου. Και
σε αυτή την περίπτωση, αν η ποσότητα μέσα στη φιάλη της παροχέτευσης είναι
μικρότερη από 50ml, τότε αυτή αφαιρείται.
Σ’ ένα αξιοπρόσεκτο ποσοστό ( περίπου 3- 15%) μετά την αφαίρεση των
παροχετεύσεων και ενώ όλα έδειχναν ότι δεν υπήρχε αιμορραγία ή λεμφόρροια,
αυτές συνεχίζουν να υφίστανται. Αυτό το καταλαβαίνει η ασθενής γιατί πρήζεται
το στήθος ή η μασχάλη, υπάρχει πόνος και δυσκολία στο να κινήσει το άνω άκρο (
σε περιπτώσεις συνέχισης της λεμφόρροιας στη μασχάλη). Η αντιμετώπιση μίας
τέτοιας κατάστασης είναι η παρακέντηση του υγρού που έχει μαζευτεί. Αν και αυτή
η κατάσταση προκαλεί ανησυχίες στη γυναίκα, δεν δημιουργεί οποιοδήποτε
πρόβλημα.
Σε σπάνιες περιπτώσεις ( 3%), ακόμα και μετά από καλή αιμόσταση, είναι
δυνατό να σημειωθεί μετεγχειρητικά αιμορραγία, η οποία αν δεν σταματήσει με την
πίεση, απαιτεί επάνοδο της ασθενούς στο χειρουργείο και διάνοιξη του τραύματος
για να εντοπιστεί το αγγείο που αιμορραγεί ( και το οποίο άρχισε να αιμορραγεί
είτε γιατί έφυγε το ράμμα με το οποίο το είχε δέσει – απολινώσει- ο χειρουργός,
είτε γιατί έφυγε ο θρόμβος που είχε σχηματίσει η καυτηρίαση). Δεν είναι, όμως,
σπάνιο να μην εντοπίζεται κάποιο αγγείο υπεύθυνο για την αιμορραγία, αλλά αυτή
να διάχυτη, δηλ. να αιμορραγεί από πολλά τριχοειδή αγγεία όλη σχεδόν
η επιφάνεια του τραύματος. Αυτό συμβαίνει κυρίως σε νεότερης ηλικίας γυναίκες.
Επίσης και η χρήση ασπιρινούχων σκευασμάτων, η χρήση αντιπηκτικών και η
επέμβαση κατά τη διάρκεια της έμμηνης ρύσης της γυναίκας συμβάλλουν στο να
είναι πιο αιμορραγικό το τραύμα.
Η ύπαρξη παροχέτευσης δεν εμποδίζει τις κινήσεις του άνω άκρου, ούτε την
κινητοποίηση της ασθενούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου